Πρόκειται για την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ο τύπος αυτός διαβήτη αφορά στο 3-5% των κυήσεων. 30-40% των γυναικών με διαβήτη κύησης θα αναπτύξουν
διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή τους. Ο διαβήτης της κύησης είναι αναστρέψιμος και υποχωρεί μετά τον τοκετό.
Ο βαθμός επηρεασμού της ομαλής πορείας της εγκυμοσύνης φαίνεται από το αυξημένο ποσοστό μαιευτικών επιπλοκών
που προκαλεί. Οι κυριότερες από αυτές είναι το υδράμνιο, η προεκλαμψία, οι ουρολοιμώξεις και η πυελονεφρίτιδα,
το αυξημένο ποσοστό γέννησης μεγάλου βάρους νεογνών, ο πρόωρος τοκετός, ο ενδομήτριος θάνατος,
η υπέρταση της εγκυμοσύνης και το αυξημένο ποσοστό καισαρικής τομής.
Η διάγνωση γίνεται με την μέτρηση σακχάρου ορού νηστείας και με την δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη.
Η δοκιμασία ανοχής γλυκόζης πρέπει να γίνεται σε όλες τις εγκύους μεταξύ 24 και 28 εβδομάδων κύησης ή
νωρίτερα σε ειδικές περιπτώσεις. Η δοκιμασία γίνεται με 75gr γλυκόζης και μέτρηση του σακχάρου ορού με λήψη αίματος
πριν την λήψη γλυκόζης και σε 1 και 2 ώρες μετά.
Σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης το ιδεώδες είναι να γίνεται έλεγχος επιπέδων σακχάρου νηστική,
2 ώρες μετά το πρόγευμα, 2 ώρες μετά το γεύμα και 2 ώρες μετά το δείπνο.
Η ρύθμιση της γλυκόζης αίματος γίνεται με την κατάλληλη δίαιτα και την χορήγηση ινσουλίνης.
Η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη της κύησης με καλή ρύθμιση του σακχάρου και χωρίς την εμφάνιση επιπλοκών
δεν αποτελεί ένδειξη για πρόκληση τοκετού ή για καισαρική τομή.
Η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων σακχάρου σ’ όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για την ομαλή πορεία της κύησης.