Ενδομητρίωση ορίζεται η παρουσία ιστού ενδομητρίου εκτός της ενδομητρίου κοιλότητας.
Πρόκειται για καλοήθη, χρόνια πάθηση. Μπορεί να προκαλέσει δυσμηνόρροια, χρόνιο πυελικό άλγος, δυσπαρέυνοια,
υπογονιμότητα, ή μπορεί να είναι και ασυμπτωματική.
Η μέθοδος εκλογής για την διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η λαπαροσκόπηση. Κατά την λαπαροσκόπηση αναγνωρίζονται
οι εστίες ενδομητρίωσης και λαμβάνονται βιοψίες για ιστολογική επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Ο δείκτης Ca125 είναι συχνά πάνω από τα φυσιολογικά όρια.
Οι κλινικές εκδηλώσεις της ενδομητρίωσης που απαιτούν θεραπευτική παρέμβαση εμπίπτουν σε μία από τις εξής
τρεις κατηγορίες: άλγος, υπογονιμότητα και κύστες ωοθηκών.
Η θεραπευτική προσέγγιση εξατομικεύεται.
Τα αντισυλληπτικά χάπια είναι αποτελεσματικά, οικονομικά και προσφέρουν και αντισύλληψη.
Οι GnRH αγωνιστές προκαλούν προσωρινή ψευδοεμμηνόπαυση και συνήθως χορηγούνται για έξι μήνες.
Τα προγεστογόνα έχουν συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα και λιγότερες παρενέργειες.
Η χειρουργική θεραπεία γίνεται κατά κύριο λόγο λαπαροσκοπικά, χωρίς να αποκλείεται και το ανοιχτό χειρουργείο.
Η ενδομητρίωση επηρεάζει την γονιμότητα και είναι συχνή αιτία ανεξήγητης υπογονιμόητηας.
Αφενός οι συμφύσεις προκαλούν βλάβη στην διαβατότητα και την κινητικότητα των σαλπίγγων και αφετέρου η
υπερπαραγωγή παραγόντων φλεγμονής επηρεάζει την διαδικασία της ωορρηξίας, της γονιμοποίησης και
της εμφύτευσης του εμβρύου.