Η θρομβοφιλία αποτελεί ανωμαλία στην πήξη του αίματος,
η οποία αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης.
Το πρώτο βασικό είδος θρομβοφιλίας ταυτοποιήθηκε το 1965.
Η θρομβοφιλία έχει συνδεθεί με επαναλαμβανόμενες αποβολές
και με ποικίλες επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη, όπως είναι η περιορισμένη
ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου, η θνησιγένεια της μητέρας και
του νεογνού, η σοβαρή προεκλαμψία και η πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα.
Οι εξετάσεις για τη θρομβοφιλία περιλαμβάνουν την πλήρη εξέταση αίματος και την μοριακή
ανίχνευση ορισμένων μεταλλάξεων που ευθύνονται για την πάθηση αυτή.
Οι πολλαπλές αποβολές αποτελούν μία από τις ενδείξεις για διερεύνηση μίας γυναίκας για θρομβοφιλία.
Έγκυες γυναίκες με θρομβοφιλία δύνανται να λάβουν αγωγή, θεραπευτική ή προφυλακτική, με
χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη (LMWH), η οποία έχει έγκριση τόσο στην εγκυμοσύνη όσο και στον θηλασμό.